- λιθοτριπτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτριψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -τριπτικός (< τρίπτης < τρίβω). Η λ. μαρτυρείται από το1844 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek